- ρεσορκίνη
- η, Νχημ. μονοκυκλική, αρωματική οργανική ένωση, διφαινόλη, που σχηματίζεται κατά την αποικοδόμηση σε αλκαλικό περιβάλλον πολλών φυσικών προϊόντων, όπως είναι π.χ. ορισμένες κομμεορητίνες, αποτελεί χημικό ενδιάμεσο κατά την παρασκευή εκρηκτικών υλών και χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική, στη βιομηχανία χρωμάτων, στη βιομηχανία πλαστικών υλών και μεγάλης ποικιλίας άλλων οργανικών προϊόντων, καθώς και στή φωτογραφική.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. resorcir (< λατ. resina «ρητίνη» + orcin, βλ. λ. ορκίνη)].
Dictionary of Greek. 2013.