ρεσορκίνη

ρεσορκίνη
η, Ν
χημ. μονοκυκλική, αρωματική οργανική ένωση, διφαινόλη, που σχηματίζεται κατά την αποικοδόμηση σε αλκαλικό περιβάλλον πολλών φυσικών προϊόντων, όπως είναι π.χ. ορισμένες κομμεορητίνες, αποτελεί χημικό ενδιάμεσο κατά την παρασκευή εκρηκτικών υλών και χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική, στη βιομηχανία χρωμάτων, στη βιομηχανία πλαστικών υλών και μεγάλης ποικιλίας άλλων οργανικών προϊόντων, καθώς και στή φωτογραφική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. resorcir (< λατ. resina «ρητίνη» + orcin, βλ. λ. ορκίνη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ρεσορκινούχος — α, ο, θηλ. και ος, Ν (φαρμ.) αυτός που περιέχει ρεσορκίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρεσορκίνη + ούχος*] …   Dictionary of Greek

  • ρεσορουφίνη — η, Ν χημ. αζωτούχα τρικυκλική οργανική ένωση, παράγωγο τής φαινοξαζίνης, που παρασκευάζεται κατά την επίδραση νιτρώδους οξέος στη ρεσορκίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. resorufin, < resorcin (βλ. λ. ρεσορκίνη) + λατ.… …   Dictionary of Greek

  • ρεσορκυλικός — ή, ό, Ν χημ. 1. χαρακτηρισμός αλδεϋδών και οξέων, παραγώγων τής ρεσορκίνης, με εισαγωγή στον πυρήνα τού μορίου τής τελευταίας τών αντίστοιχων χαρακτηριστικών ομάδων 2. φρ. «ρεσορκυλικό οξύ» συνοπτική ονομασία τριών ισομερών αρωματικών… …   Dictionary of Greek

  • βενζόλιο ή βενζένιο — Οργανική ουσία αρωματικού χαρακτήρα, η οποία αποτελείται από 6 άτομα άνθρακα και 6 άτομα υδρογόνου. Την ανακάλυψε το 1825 ο Φαραντάι στο ελαιώδες υπόλειμμα του φωταερίου και το παρασκεύασε για πρώτη φορά συνθετικά ο Μπερτελό το 1866… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”